- τετράχορδα
- τετράχορδοςfour-stringedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάχορδος — η, ο / πεντεκαιδεκάχορδος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε χορδές νεοελλ. φρ. «πεντεκαιδεκάχορδο σύστημα» μουσ. μουσικό σύστημα που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, δηλ. 15 φθόγγους, και συντίθεται από 4 τετράχορδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συναφή — η, ΝΑ [συνάπτω] σύναψη, σύνδεση, συνένωση αρχ. 1. αστρολ. α) σύζευξη τών αστέρων β) προσαρμογή αστέρα στα πεπρωμένα ενός ατόμου την οποία κάνει αστρολόγος γ) (για τον γαλαξία) διακλάδωση 2. (για ποταμούς) συμβολή 3. σαρκική επαφή, συνουσία 4.… … Dictionary of Greek
τονικότητα — Σύνολο ήχων, που, στα πλαίσια ενός μουσικοθεωρητικού συστήματος, υπακούουν σε συγκεκριμένες αρμονικές σχέσεις και μελωδική συγγένεια και είναι οργανωμένοι σε τρόπο, ώστε να συγκλίνουν σε έναν ηχητικό πόλο. Στην αρχαία Ελλάδα ως βασικός πόλος… … Dictionary of Greek
υπερβολαίος — ὁ, και ὑπερβολαία, ἡ, Α μουσ. ο ανώτερος τόνος στην κλίμακα τής ελληνικής μουσικής, που τήν αποτελούσαν τέσσερα τετράχορδα, δύο οκτάβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek